εφοδούμαι

εφοδούμαι
ἐφοδοῡμαι (Μ)
εξετάζω συστηματικά, διερευνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < επί + ὁδοῦμαι «είμαι στον σωστό δρόμο» (< ὁδός), πρβλ. εὐ-οδοῦμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”